Ήταν 23 Ιουλίου του 2018 όταν η πύρινη λαίλαπα εξαπλωνόταν στην Ανατολική Αττική, προκαλώντας στο πέρασμά μια ανείπωτη καταστροφή. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν και φυσικός πλούτος χάθηκε στις στάχτες. Τις τελευταίες μέρες, η υπόθεση εκδικάζεται και όσο οι μέρες προχωρούν, τόσο παρακολουθούμε ακόμα περισσότερες συγκλονιστικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι έζησαν τον εφιάλτη της φωτιάς εκείνο το απόγευμα και παρόλα αυτά κατάφεραν να γλίτώσουν τη ζωή τους, χωρίς όμως να μπορούν όλοι να σώσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία έφυγαν από τη ζωή.
Πολλοί από εκείνους κάηκαν και το πιο τραγικό για εκείνους που έμειναν πίσω είναι πώς γνωρίζουν ότι η ζωή των δικών τους ανθρώπων τελείωσε με τον τουλάχιστον πιο βασανιστικό τρόπο. Την Τρίτη 17 Ιανουαρίου οι καταθέσεις των μαρτύρων συνεχίστηκαν, με τους ίδιους να μιλούν συγκλονιστικά για εκείνη την μαύρη μέρα, που δεν πρόκειται, όσο ζουν, να την ξεχάσουν.
«Μαμά δεν είμαι καλά, δεν θα αντέξω»
«Φύγαμε άρον άρον. Το ένστικτο μας καθοδηγούσε. Μπήκαμε στο αμάξι, βγήκαμε στην Ποσειδώνος, είχε μπλοκάρει. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει το αμάξι. Το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο. Λέει η Αιμιλία “θα αφήσουμε αμάξι και φεύγουμε”. Στα 40 μέτρα η θάλασσα. Πήγαμε στη θάλασσα. Είχαμε μπροστά μας τη φωτιά. Ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση. Ήταν τρομερό. Είχε μαυρίσει ο τόπος. Από τον πολύ αέρα δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Από τον αέρα έφευγαν κομμάτια πέτρες με σίδερα και ξύλα. Μπήκαμε ενστικτωδώς στη θάλασσα. Από πίσω γινόταν ένας χαμός φωνές, εκρήξεις, ουρλιαχτά, κόσμος μέσα στη θάλασσα. Ο γιος μου, ο Βίκτωρας, με κοίταζε στα μάτια σαν να μου έλεγε, πού πάμε ρε μάνα τώρα …», κατέθεσε φανερά φορτισμένη η μάρτυρας.