Στο εδώλιο του ποινικού δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστούν για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 104 άτομα, καλούνται να καθίσουν τη Δευτέρα, οι 22 κατηγορούμενοι της υπόθεσης.
Ήταν 23 Ιουλίου του 2018 όταν η πύρινη λαίλαπα εξαπλωνόταν στην Ανατολική Αττική, προκαλώντας στο πέρασμά μια ανείπωτη καταστροφή. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν και φυσικός πλούτος χάθηκε στις στάχτες. Τις τελευταίες μέρες, η υπόθεση εκδικάζεται και όσο οι μέρες προχωρούν, τόσο παρακολουθούμε ακόμα περισσότερες συγκλονιστικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι έζησαν τον εφιάλτη της φωτιάς εκείνο το απόγευμα και παρόλα αυτά κατάφεραν να γλίτώσουν τη ζωή τους, χωρίς όμως να μπορούν όλοι να σώσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία έφυγαν από τη ζωή.
Πολλοί από εκείνους κάηκαν και το πιο τραγικό για εκείνους που έμειναν πίσω είναι πώς γνωρίζουν ότι η ζωή των δικών τους ανθρώπων τελείωσε με τον τουλάχιστον πιο βασανιστικό τρόπο. Την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου οι καταθέσεις των μαρτύρων συνεχίστηκαν, με τους ίδιους να μιλούν συγκλονιστικά για εκείνη την μαύρη μέρα, που δεν πρόκειται, όσο ζουν, να την ξεχάσουν.
Συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη, ο οποίος με τη σύζυγό του ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη, βρήκαν τραγικό θάνατο στις φλόγες, περιέγραψαν στο δικαστήριο πώς εντόπισαν νεκρούς τους αγαπημένους τους στο κτήμα Φράγκου.
«Τα ξημερώματα έφτασα στο κτήμα Φράγκου, είδα το σπίτι του αδελφού μου ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα του αδελφού μου στο κτήμα. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία… Θεώρησα πως ο αδελφός μου, ως δεινός κολυμβητής, θα μπορούσε να είχε διαφύγει. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον Φράγκου και τη μητέρα του. Μου είπε επί λέξει η μητέρα του: “Η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό”. Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο» αδελφός του θύματος, Κωνσταντίνος Τουρναβίτης.
Επιπρόσθετα, Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα ξέσπασαν στο δικαστήριο, περιγράφοντας το τραγικό τέλος των γονέων τους.
«Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω ”φύγανε”. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά, με πήρε γύρω στις 5 και μου είπε τους βρήκα. Πήγα και είδα ότι αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα. Περιμέναμε μέχρι 12- 1 να έρθει το ΕΚΑΒ. Μετά μου λέγανε θα έρθει η Πολιτική Προστασία. Ήρθαν γύρω στις 3:30 τελικά και μαζέψανε στάχτες. Κανείς δεν τους ειδοποίησε»